- αυδρια
- ἀϋδρίαἡ Plat. v. l. = ἀνυδρία См. ανυδρια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀυδρία — ἀυδρίᾱ , ἀυδρία fem nom/voc/acc dual ἀυδρίᾱ , ἀυδρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αϋδρία — ἀϋδρία, η (Α) η ανυδρία … Dictionary of Greek
ἀυδρίαν — ἀυδρίᾱν , ἀυδρία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)